ψύδος

ψύδος
ψύδος, coined as etym. of ψύθος, EM819.13: ψύδη v. l. for ψύθη, A.Ag.999 (lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψύδος — ους, τὸ, Α βλ. ψύθος …   Dictionary of Greek

  • ψύθος — και ψύδος, ους, τὸ, Α (ποιητ. τ.) ψεύδος, ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. ψύδος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι*, ενώ ο τ. ψύθος εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψιθυρίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”